FAZ: Η Τουρκία στρέφεται στην Ανατολή, όχι στη Δύση
30 Μαΐου 2023Η ολοκλήρωση του δεύτερου γύρου των τουρκικών εκλογών βρήκε νικητή τον Ερντογάν, με τον Τούρκο πρόεδρο να εξασφαλίζει πέντε ακόμη χρόνια στο τιμόνι της χώρας. Τι σημαίνει όμως αυτή η εξέλιξη για τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε. και τη Δύση;
«Προφανώς, το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. θεωρείται λήξαν», σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Η Τουρκία απέχει πολύ από τα όσα απαιτούνται για την επανέναρξη των ενταξιακών συνομιλιών – και το Κυπριακό ζήτημα δεν θα επιλυόταν από τη μία μέρα στην άλλη. […] Πέραν τούτου, όμως, εάν ο δεύτερος γύρος ήταν πραγματικά ένα δημοψήφισμα για τον Ερντογάν, τότε η Τουρκία τάχθηκε και εναντίον της Ευρώπης. Η χώρα στρέφεται προς την Ανατολή και όχι προς τη Δύση και αυτό συνάγεται και από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, καθώς ο Ερντογάν δεν συμμετέχει στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, παρ' ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ».
Συμφωνώντας με τα ανωτέρω, η Süddeutsche Zeitung επισημαίνει πάντως πως «οι ηγέτες της Ε.Ε. συνεχάρησαν με αξιοσημείωτη φιλικότητα τον πρόεδρο Ερντογάν για την επανεκλογή του […] και από μία σκοπιά, η νίκη του Ερντογάν είναι ίσως βολική για την Ε.Ε., καθώς ξέρει τι να περιμένει». Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τάχθηκε προεκλογικά υπέρ των μαζικών απελάσεων προσφύγων, «γεγονός που προκάλεσε αναταραχή στην Ε.Ε., η οποία ήδη έρχεται αντιμέτωπη με αυξανόμενες προσφυγικές ροές. Στην περίπτωση του Ερντογάν υπάρχει τουλάχιστον η ελπίδα ότι θα μπορούσε να αναβιώσει η συμφωνία για το μεταναστευτικό».
Η S.Z. καταλήγει αναφέροντας ότι «ίσως παρόμοιες ελπίδες να τρέφει και ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, Γιενς Στόλτενμπεργκ, στη συγχαρητήρια δήλωσή του προς τον Ερντογάν, όπου έγραψε πως ανυπομονεί για τη συνέχιση της συνεργασίας με την Τουρκία. Ο Ερντογάν συνεχίζει να εμποδίζει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, όμως μέχρι τη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου θα πρέπει να έχει επιτευχθεί στο θέμα αυτό κάποια συμφωνία».
Θα επιδεινωθεί η τουρκική οικονομία;
Από την πλευρά της, η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt δημοσιεύει πως «σύμφωνα με οικονομολόγους, η τουρκική λίρα θα μπορούσε να χάσει το 29% της αξίας της μέχρι το τέλος του έτους, εάν ο Ερντογάν δεν αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του για χαμηλά βασικά επιτόκια. […] Χωρίς αλλαγή στο πλαίσιο της μακροοικονομικής πολιτικής για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την εισαγωγή μέτρων φιλικών προς την αγορά, οι υψηλές ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της Τουρκίας είναι πιθανό να διατηρήσουν τους κινδύνους και να αυξήσουν την ευαισθησία σε παγκόσμιους κλυδωνισμούς».
Ταυτοχρόνως, όμως, η HB προσθέτει πως «αυτό που ακούγεται σαν κακή είδηση θα μπορούσε στην πραγματικότητα να ωφελήσει ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής οικονομίας. Τη Δευτέρα (29/05), το εκλογικό αποτέλεσμα οδήγησε σε άνοδο τις μετοχές των εξαγωγέων της χώρας, οι οποίοι συνήθως κερδίζουν περισσότερα χρήματα, όταν το νόμισμα είναι αδύναμο. Οι Τούρκοι κατασκευαστές οικιακών συσκευών Vestel και Arcelik σημείωσαν επίσης άνοδο κατά 7,3% και 3,1% αντιστοίχως, ενώ η χημική εταιρεία Tupras και η αυτοκινητοβιομηχανία Tofas κατά 4,2% και 3,5% αντιστοίχως. Με τον τρόπο αυτό, υποστηρίζεται η τουρκική χρηματιστηριακή αγορά συνολικά και ο δείκτης αναφοράς ISE100 της Κωνσταντινούπολης σημείωσε επίσης ανοδική πορεία, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 4,3%».
taz: Ανακριβή τα περί ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα
Με την Ελλάδα να βρίσκεται μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, ο γερμανικός τύπος έχει αναφερθεί εκτενώς στην ελληνική κυβέρνηση, εκθειάζοντας ιδίως την οικονομική πολιτική του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο δημοσιογράφος Φέρρυ Μπατζόγλου της tageszeitung, ωστόσο, καταθέτει μία διαφορετική άποψη: «Τα περί υγιών δημοσιονομικών στην Ελλάδα αποτελούν μια όμορφη αφήγηση, αλλά δυστυχώς δεν ισχύουν. Αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά, θα παρατηρήσει πως το υποτιθέμενο success story με την υπογραφή του Μητσοτάκη δεν έχει ακόμη προχωρήσει.
Η ανάπτυξη στην Ελλάδα μετά τον κορωνοϊό, την οποία αρέσκονται να επισημαίνουν οι οπαδοί του Μητσοτάκη, διαδέχθηκε μια βίαιη οικονομική ύφεση της τάξης του 9% κατά το έτος της πανδημίας 2020, και από τότε έως το 2022 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε συνολικά μόνο κατά 5,2%. Το ήδη υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 401,5 δισεκατομμυρίων ευρώ κατά την εποχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, παρουσιάζοντας μία αύξηση κατά 45 δισεκατομμύρια ευρώ. Επί Μητσοτάκη απλώς δεν υπήρξαν μέτρα λιτότητας, αλλά δημιουργήθηκαν νέα χρέη.
Το ποσοστό ανεργίας μπορεί να μειώθηκε από 17,3% το 2019 σε 12,4% το 2022. Ωστόσο, η πτώση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, με την Ελλάδα να εκφυλίζεται σε μια χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης: ένα ζευγάρι με δύο παιδιά είχε κατά μέσο όρο καθαρό εισόδημα 33.044 ευρώ το 2021, δηλαδή τόσο χαμηλό όσο και το 2003 και κατά 20.000 ευρώ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (53.397 ευρώ). Ο Μητσοτάκης βασίζεται στο νεοφιλελεύθερο "trickle-down effect” (σ.σ.: διάχυση του πλούτου από τα ανώτερα στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα), το οποίο ελάχιστα έχει επηρεάσει τη μεσαία τάξη μέχρι στιγμής».
Τέλος, επικαλούμενος την άποψη του πολιτικού επιστήμονα Λευτέρη Κουσούλη, ο δημοσιογράφος της taz καταλήγει πως ο κύριος λόγος που η Ν.Δ. συγκέντρωσε το 40% των ψήφων, οφείλεται κυρίως στο ότι «μιλάει για σταθερότητα, στην πραγματικότητα όμως είναι εγγυητής της στασιμότητας, της αδράνειας και της ακαμψίας. Και στην οπισθοδρομική ελληνική κοινωνία, αυτά έχουν απήχηση».