Έρμαν Έσσε, o ανατρεπτικός λογοτέχνης
9 Αυγούστου 2012Ο Έρμαν Έσσε κοσμεί σήμερα αναρίθμητα ράφια βιβλιοθηκών. Οι επανεκδόσεις των βιβλίων του αγγίζουν πλέον τα 125 εκατ. αντίτυπα, μεταφράσεις των οποίων υπάρχουν σε περίπου 60 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής.
Ποιητής ή τίποτα
Γεννημένος στις 2 Ιουλίου του 1877 στο Καλβ της Βιτεμβέργης, ο Έσσε, έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα αυστηρά θρησκευόμενο περιβάλλον. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του τον έφερε πολύ νωρίς αντιμέτωπο με τη χριστιανική ανατροφή που του επιφύλασσαν οι γονείς του. Μόλις στα 14 του χρόνια δραπέτευσε από το μοναστήρι του Μάουλμπρον, όπου βρισκόταν για να παρακολουθήσει ένα θεολογικό σεμινάριο.
Η απόφασή του ήταν σαφής: ήθελε να γίνει «ποιητής ή τίποτα απολύτως». Ο δρόμος του προς τη συγγραφή ποιημάτων ωστόσο εξελίχθηκε σε Οδύσσεια. Η αναζήτηση της ταυτότητάς του ήταν μία εξαιρετικά επίπονη διαδικασία, αφού ήδη, στα 15 του χρόνια είχε επιχειρήσει μία απόπειρα αυτοκτονίας. Σε αυτή την περίοδο εσωτερικής αναζήτησης θα αναφερθεί αργότερα μέσα από τα μυθιστορήματά του. Οι ιστορίες του Έσσε διανθίζονται διαρκώς από υπαινιγμούς για τη ζωή και τον ψυχισμό του.
Το μυθιστόρημα «Πέτερ Κάμεντσιντ», η πρώτη επιτυχημένη εμφάνιση του Έσσε στο λογοτεχνικό στερέωμα, στάθηκε αρκετή για να του εξασφαλίζει τα προς το ζην. Παντρεύτηκε τη φωτογράφο Μαρία Μπερνούλι, με την οποία μετακόμισε στην Μπόντενζε και απέκτησε τρία παιδιά. Αποδείχτηκε ωστόσο ότι ούτε αυτή επρόκειτο να είναι μια μόνιμη εγκατάσταση για το Γερμανό λογοτέχνη. Το ταξίδι του στην Ασία, στη Σρι Λάνκα και την Ινδονησία, στάθηκε πηγή έμπνευσης για το επόμενο διάσημο μυθιστόρημά του, «Σιντάρτα».
«Όχι πάλι αυτοί οι ήχοι»
Μετά την επιστροφή του, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και το 1914, στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό. Εξαιτίας της χρόνιας αδυναμίας του στην όραση όμως κρίθηκε ακατάλληλος να υπηρετήσει και εργάστηκε τελικά στη γερμανική Κοινωνική Πρόνοια για τους αιχμάλωτους πολέμου στη Βέρνη.
Ο πόλεμος και η προπαγάνδα τον βρήκαν αντίθετο. «Ω φίλε μου, όχι πάλι αυτοί οι ήχοι» έγραφε για το ξέσπασμα του πολέμου στην εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung. Η ανοιχτή έκφραση της αντιπολεμικής του ιδεολογίας τον έφερε αντιμέτωπο με μια σκληρή κριτική. Το φιλοπόλεμο κλίμα της εποχής δεν άφηνε τέτοια περιθώρια. Ο πόλεμος συγκλόνισε τον Έσσε, ενώ στη συνέχεια ο θάνατος του πατέρα του και η ασθένεια του νεότερου γιού του τον οδήγησαν τελικά στην ψυχοθεραπεία. Τις συναντήσεις του με τον ψυχαναλυτή του περιγράφει στο μυθιστόρημά του «Ντέμιαν», υπό το ψευδώνυμο Εμίλ Σίνκλερ.
Τη νέα αρχή για τον Έσσε σηματοδότησε ο οριστικός χωρισμός με τη Μ. Μπερνούλι. Το 1924 αποκτά την ελβετική υπηκοότητα. Στο Τιτσίνο της Ελβετίας συγγράφει τα μυθιστορήματα «Λύκος της στέπας» και «Νάρκισσος και Χρυσόστομος». Μετά από έναν ακόμη αποτυχημένο γάμο με τη Ρουθ Βένγκερ, παντρεύεται την ιστορικό τέχνης Νινόν Ντολμπίν, στο πλάι της οποίας έζησε μέχρι το τέλος.
Η κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί στη Γερμανία συγκλόνισε τον Έσσε, ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολέμου υποστήριξε τους καταδιωκόμενους από το ναζιστικό καθεστώς, Τόμας Μαν και Μπέρτολντ Μπρεχτ. Την περίοδο εκείνη έγραψε και το κύκνειο άσμα του, «Το παιχνίδι με τις χάντρες», για το οποίο το 1946 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο λύκος της στέπας και τα παιδιά των λουλουδιών
Ο θάνατος του Έρμαν Έσσε το 1962 εξανέμισε τη μέχρι τότε δημοτικότητα των βραβευμένων έργων του. Οι κριτικοί χαρακτήριζαν τη λογοτεχνία του «δίχως επίπεδο και κίτς». Το κίνημα των χίπις στις ΗΠΑ όμως έθεσε νέες βάσεις και στη λογοτεχνία. Τα παιδιά των λουλουδιών ανακάλυψαν τον «ψυχεδελικό» λύκο της στέπας, εκτοξεύοντας πάλι τη δημοτικότητα της λογοτεχνίας του Έσσε στα ύψη.
Ο γερμανικός εκδοτικός οίκος Suhrkamp, ο οποίος εξέδωσε ένα μεγάλο κομμάτι των έργων του Έσσε, σε αντίθεση με το οξύ σχόλιο της εφημερίδας Zeit λίγο μετά το θάνατό του, ανέφερε για τον Γερμανό λογοτέχνη: «Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν χάρισε τόσα βραβεία στον εκδοτικό οίκο Suhrkamp, όσα ο Έρμαν Έσσε».
Laura Döeing / Xρύσα Βαχτσεβάνου
Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη