Γ. Σταθάκης: Τεράστιες επενδύσεις στην ενέργεια
3 Δεκεμβρίου 2018Οικονομικές δραστηριότητες και επενδύσεις στην Ελλάδα, είναι το θέμα ημερίδας που διοργανώνει σήμερα στο Βερολίνο το περιοδικό Εconomist και το Ελληνογερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο. Στο περιθώριο της εκδήλωσης ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης παραχώρησε συνέντευξη στη Deutsche Welle. Αναφερόμενος στις δυνατότητες επενδύσεων στον τομέα που είναι αρμόδιος τονίζει ότι αυτές είναι «τεράστιες»: «Ο ενεργειακός τομέας μετασχηματίζεται ήδη και θα προκαλέσει πολλούς γύρους επενδύσεων. Τις έχουμε υπολογίσει στα 32 δις ευρώ μέχρι το 2030. Περιλαμβάνονται, βέβαια, πολλές ξένες επενδύσεις ειδικά στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπου έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών στους τελευταίους διαγωνισμούς.»
Το επενδυτικό ενδιαφέρον αφορά πέραν αυτού τα δίκτυα και τις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας όπως επίσης και έργα που σχετίζονται με τη μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο, πρωτίστως στο φυσικό αέριο. Ο κ. Σταθάκης αναφέρει ενδεικτικά τον Διαδριατικό Αγωγό (ΤAP) ή τον Διασυνδετήριο Αγωγό Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB). Άλλα ανάλογα μεγάλα έργα, στα οποία θα συμμετέχουν ξένοι επενδυτές, βρίσκονται στο στάδιο σχεδιασμού.
Σημασία του 3ου Μνημονίου
Τα περιθώρια επενδύσεων στην Ελλάδα είναι ακόμη μεγάλα. Ωστόσο οι ξένοι επενδυτές παραμένουν διστακτικοί και εξακολουθούν να θέτουν θέμα λειτουργίας της δικαιοσύνης, ασφάλειας δικαίου, γραφειοκρατίας, υψηλών φόρων και άλλα. Ο κ. Σταθάκης χαρακτηρίζει αυτή την εικόνα «άδικη». Σε καμία άλλη χώρα του κόσμου δεν έχουν γίνει τόσες θεσμικές μεταρρυθμίσεις μέσα σε τρία χρόνια όπως στην Ελλάδα. Η χώρα αποκτά δασικούς χάρτες και ως το 2020 κτηματολόγιο. Οι επενδυτές για δέκα χρόνια θα φορολογούνται με τους συντελεστές που ίσχυαν την ημέρα έναρξης της λειτουργίας της επιχείρησης. Σε πολλούς τομείς της οικονομίας η διαδικασία αδειοδότησης έχει απλοποιηθεί «στο μέγιστο δυνατό βαθμό».
Ο κ. Σταθάκης σχετίζει την επίτευξη όλων αυτών των αλλαγών με το 3ο Πρόγραμμα που συμφώνησε η Ελλάδα με τους Θεσμούς: «Θεωρώ πάντως ότι ο τομέας των μεταρρυθμίσεων του 3ου Μνημονίου είχε θετικά πρόσημα διότι επέφερε όλες αυτές τις αλλαγές που είναι πολύ σημαντικές.» Παράλληλα όμως αναγνωρίζει ότι σε ορισμένους τομείς, για παράδειγμα όσον αφορά την ταχύτητα στην απόδοση δικαιοσύνης, έχουν δρομολογηθεί μεν αλλαγές, αλλά τα μέτρα δεν έχουν ακόμη αποδώσει στο βαθμό που έπρεπε.
Αλλαγή στο καθεστώς εγγυημένων τιμών
Ένας ελπιδοφόρος επενδυτικός τομέας στον κλάδο της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι η αντλησιοταμίευση, δηλαδή η αποθήκευση ενέργειας μέσω νερού. Εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα καταλογίζουν στον κ. Σταθάκη ότι δεν εκδίδει υπουργική απόφαση. Για αυτό το λόγο παραμένουν περισσότερα από 20 σχέδια ελληνικών και ξένων εταιρειών στα συρτάρια. Ο υπουργός Ενέργειας δέχεται ότι όντως δεν έχει υπογράψει σχετική υπουργική απόφαση. Αιτία είναι η διαμόρφωση των εγγυημένων τιμών αγοράς για ενέργεια από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Όπως διευκρινίζει: «Είμαστε στο μεταβατικό στάδιο ανάμεσα σε ένα ενεργειακό σύστημα το οποίο στηριζόταν σε εγγυημένες τιμές όσον αφορά τον τομέα των ΑΠΕ προς ένα ενεργειακό σύστημα που θα λειτουργεί με βάση το Target Model [επιδιωκόμενο μοντέλο] που είναι ο κοινός ευρωπαϊκός κανόνας, το χρηματιστήριο ενέργειας [που θα ξεκινήσει να λειτουργεί το 2019] και τους κανόνες της αγοράς. Συνεπώς η υπουργική απόφαση η οποία θα δίνει εγγυημένες τιμές στην αποθήκευση ενέργειας πρέπει να παίρνει υπόψη της το νέο τοπίο το οποίο διαμορφώνεται στην ενέργεια.» Η υπουργική απόφαση θα εκδοθεί εντός των επόμενων μηνών, διαβεβαιώνει ο κ. Σταθάκης. Σε κάθε περίπτωση όμως οι μελλοντικές τιμές για ενέργεια από ανανεώσιμες θα είναι χαμηλότερες απ’ ότι στο παρελθόν.
Αντίφαση στους στόχους;
Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν συμφωνήσει να περιορίσουν την ενεργειακή κατανάλωση από ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, κάρβουνο) ως το 2050 στο 20%. Η σταδιακή μετάβαση στην «καθαρή ενέργεια» συνεπάγεται και τη ριζική στροφή στις ανανεώσιμες πηγές. Ο νέος Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια και το Κλίμα που κατέθεσε προς συζήτηση το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναφέρει όμως ότι κεντρικός στόχος της επόμενης δεκαετίας είναι να μετατραπεί η Ελλάδα σε χώρα παραγωγής υδρογονανθράκων. Και αν ανατρέξει κανείς στην ιστοσελίδα του ελληνικού ΥΠΕΞ στη λέξη-κλειδί «ενεργειακή διπλωματία» διαβάζει ότι για την Ελλάδα τα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου αποτελούν προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Ο κ. Σταθάκης διαφωνεί ως προς το ότι οι στόχοι αυτοί βρίσκονται σε αντίθεση με τους στόχους της ΕΕ για μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Όπως εξηγεί, στην Ελλάδα αξιοποιούνται δύο μορφές παραγωγής ενέργειας με ορυκτά καύσιμα, ο λιγνίτης στην ηπειρωτική χώρα και πετρέλαιο και μαζούτ στα νησιά. Διαβεβαιώνει πως «αυτές οι μονάδες σταδιακά θα κλείσουν και θα μπουν σε εφεδρεία καθώς τα νησιά τα διασυνδέουμε. Ο λιγνίτης που είναι η βασική εγχώρια πηγή θα μειωθεί στο 17% του ενεργειακού μας μίγματος ως το 2030. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι όποια μονάδα κλείνει τον κύκλο ζωής της δεν αντικαθίσταται.»
Το 2020 στο 17,5% το μερίδιο των ΑΠΕ
Διαφορετική είναι η περίπτωση των υδρογονανθράκων. Ο κ. Σταθάκης καθιστά σαφές ότι η Ελλάδα θα αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα παραγωγής ενέργειας εφόσον προκύψει: «Και στις μεταφορές και αλλού οι προβλέψεις για το 2030 και το 2050 είναι ότι θα στηρίζεται ακόμα ένα μεγάλο μέρος των αναγκών διεθνώς στη χρήση υδρογονανθράκων – όχι μόνο στην Ελλάδα. Συνεπώς, από τη μία πλευρά ευθυγραμμιζόμαστε πλήρως στο ενεργειακό μας σύστημα με τις δεσμεύσεις του Παρισιού και με τους στόχους της ΕΕ. Από την άλλη αξιοποιούμε το δυναμικό που υπάρχει στους υδρογονάνθρακες.»
Η Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) πάντως αμφιβάλλει ότι η Ελλάδα θα πετύχει όντως τον εθνικό στόχο για το 2020 να αυξήσει το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στη συνολική κατανάλωση ενέργειας της Ελλάδας στο 18%. Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας εκφράζεται αισιόδοξα: «Είμαστε πολύ κοντά. Το 15,5% σήμερα είναι πάρα πολύ κοντά στο 18%. Θα φτάσουμε στο 17,5% μετά βεβαιότητας.»
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο