Γιατί στράβωσε το κίνημα για το κλίμα
26 Ιουνίου 2024Tον Σεπτέμβριο του 2019 1,4 εκατομμύρια κάτοικοι της Γερμανίας ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της κίνησης Fridays for Future (FFF – Παρασκευές για το μέλλον) και κατέβηκαν στους δρόμους και στις πλατείες για να διαδηλώσουν για άμεσες πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Ήταν ένα ρεκόρ συμμετοχής, που πολλοί παρατήρησαν ότι δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεραστεί. Όμως κανείς δεν φανταζόταν ότι το κίνημα αυτό πέντε χρόνια αργότερα θα έχει χάσει τόσο πολύ σε δυναμική. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες καταστροφές, που αποδίδονται πλέον σε μεγάλο βαθμό στην κλιματική αλλαγή, είναι όλο και συχνότερες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις μεγάλες καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν και φέτος τον Νότο της Γερμανίας.
Απογοήτευση ή κόπωση;
Τι μπορεί άραγε να συμβαίνει; Απογοήτευση για την μη επίτευξη των στόχων; Κόπωση; Γιατί φυσικά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι κραυγές αγωνίας εκείνης της εποχής έχουν μετουσιωθεί σε αποτελεσματικές πολιτικές. Το ερώτημα αυτό απασχόλησε και τον ακτιβιστή και δημοσιογράφο Μάνουελ Γκρέμπενγιακ στο πολύ φρέσκο βιβλίο του με τίτλο «Σημεία Ανατροπής. Στρατηγικές στο οικοσύστημα του κλιματικού κινήματος» (Kipppunkte. Strategien im Ökosystem der Klimabewegung).
Στον πρόλογο ο συγγραφέας παρατηρεί την έλλειψη δυναμικής για κινητοποίηση και κοινωνικής υποστήριξης, έλλειψη προσανατολισμού μέσα στο κίνημα και την επίδραση από άλλες κρίσεις που επισκιάζουν αυτό που συμβαίνει στο περιβάλλον. Η νηφάλια εκτίμησή του είναι ότι «αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται ότι το κίνημα θα μπορέσει σύντομα να επιστρέψει στην προ-πανδημική ισχύ του». Ουσιαστικά παραμένει σε μια κατάσταση χειμερίας νάρκης.
Πανδημία και άλλα δαιμόνια
Η αλήθεια είναι ότι η πανδημία και τα λοκντάουν ήρθαν στη χειρότερη στιγμή για το κίνημα. Από την άλλη ωστόσο οι επιστήμονες δεν κουράστηκαν να επισημαίνουν ότι οι πανδημίες του μέλλοντος, που σε μεγάλο βαθμό θα προέρθουν ακριβώς από την κλιματική κρίση, μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Αλλά οι κοινωνίες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με απανωτά σοκ, καθώς ακολούθησε ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, κάπου έχασαν τον προσανατολισμό τους. Αυτό επηρέασε συνολικά το πολύχρωμο «οικοσύστημα» των κινημάτων της οικολογίας, που έτσι κι αλλιώς ξεκινούσαν συχνά από διαφορετικές αφετηρίες, έθεταν διαφορετικούς άμεσους στόχους και συχνά βρέθηκαν ακόμα και να φιλονικούν μεταξύ τους, τόσο για τις μεθόδους όσο και για τις προτεραιότητες.
Μια δόση απογοήτευσης για τους «άπιαστους στόχους» δεν μπορεί να αγνοηθεί, που έχει έως έναν βαθμό να κάνει και με τη μετάλλαξη των Πρασίνων σε ένα κεντρώο κόμμα «ρεαλιστών», που έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από δράσεις κινηματικού χαρακτήρα και ακτιβισμό. Οι Πράσινοι του παρελθόντος ήταν πολύ πιο κοντά σε τέτοια κινήματα, άσχετα αν δεν μπορούσαν πάντα να τα επηρεάσουν, αλλά σίγουρα συνέβαλαν στο να παίρνουν μια πιο συγκεκριμένη μορφή δράσεις που μπορεί να ξεκινούσαν αυθόρμητα και όχι πάντα στοχευμένα.
Ειδικά το πολύ νεαρό σε ό,τι αφορά τα μέλη του κίνημα FFF, αντιμετώπισε πολύ νωρίς προβλήματα προσανατολισμού, πολιτικής έκφρασης κάποιων ακατέργαστων θέσεών του και έδειξε να ξεμένει από δυνάμεις. Άλλωστε σε τέτοια κινήματα ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα, η δημιουργική «ανοργανωσιά» στην αρχή μπορεί να φαίνονται ως πλεονεκτήματα, αλλά σταδιακά μετατρέπονται σε φρένο.
Αποφασισμένοι, αλλά μόνοι
Κάποιες άλλες κινηματικές οργανώσεις από νέους κάπως μεγαλύτερης ηλικίας, κυρίως φοιτητές που επέλεξαν πιο ακραίες μορφές διαμαρτυρίας, έκαναν μεν αισθητή την παρουσία τους και ταλαιπώρησαν τις αρχές ασφαλείας, αλλά δεν μπόρεσαν να επιτύχουν κάποιον στόχο τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Extinction Rebellion» (XR), που προσπάθησε με καταλήψεις και μαχητικές διαμαρτυρίες να εμποδίσει την εξόρυξη ορυκτών καύσιμων. «Στα πέντε χρόνια της ύπαρξής του, το κίνημα δεν έχει πετύχει τους στόχους του», παραδέχονται στο βιβλίο οι ακτιβίστριες Γιούντιθ Πάπε και Άννα Κόντρινερ. Και συνεχίζουν: «Σε καμία από τις χώρες όπου δραστηριοποιείται η XR δεν κατέστη δυνατό να ασκηθεί αρκετή πίεση, για να αναγκαστεί η κυβέρνηση να δράσει».
Ένα αντίστοιχο πρόβλημα έχει να αντιμετωπίσει και η πιο νέα «Letzte Generation» (Τελευταία Γενιά). Μπορεί να κέρδισε μεγάλη δημοσιότητα με τις δράσεις της - αλυσοδέσιμο σε μονάδες παραγωγής, κλείσιμο δρόμων με το κόλλημα των χεριών στην άσφαλτο, ρίψη μπογιάς σε έργα τέχνης - αλλά το ενδιαφέρον εστιάστηκε ακριβώς στις μεθόδους, και όχι στα αιτήματά της. Και η ενόχληση που προκάλεσε συχνά στην καθημερινότητα των Γερμανών είχε τελικά σαν αποτέλεσμα το 85% των πολιτών να την βρίσκουν ενοχλητική και να απορρίπτουν τις μεθόδους της ως «εκτός στόχου». Από τον Οκτώβριο του 2019 έως τον Ιούνιο του 2023 η υποστήριξη της κοινής γνώμης για το κλιματικό κίνημα μειώθηκε συνολικά στο μισό, πέφτοντας στο 34%, όπως παρατηρεί ο Γκρέμπενγιακ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει η συνειδητοποίηση του προβλήματος. Απλώς θα πρέπει να βρεθούν άλλοι τρόποι δράσης και, κυρίως, επίτευξης στόχων. Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως σημειώνουν πολλοί κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα, κάτω από τη φαινομενικά ήσυχη επιφάνεια υπάρχει αναβρασμός και θα είναι ενδιαφέρον το πώς και με ποιον τρόπο αυτός κάποια στιγμή θα αναδυθεί.