Είναι ρατσιστική η γερμανική αστυνομία;
19 Σεπτεμβρίου 2024Η αστυνομία στη Γερμανία κατηγορείται συχνά για ρατσισμό. Άλλοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά, άλλοι μιλούν για συστημικό πρόβλημα. Διάφορες μελέτες έχουν γίνει σχετικά με το ζήτημα, χωρίς να καταλήγουν στα ίδια πορίσματα.
Στην τελευταία σχετική έρευνα η Άστριντ Γιάκομπσεν και η ομάδα της από την Αστυνομική Ακαδημία Κάτω Σαξονίας συνόδευσαν αστυνομικούς εν ώρα εργασίας για πολλές φορές την εβδομάδα μέσα σε ένα διάστημα δύο ετών. Μπήκαν σε περιπολικά, παρακολούθησαν ανακρίσεις και γενικώς ήταν πάντοτε παρόντες, ακόμα και στις επιχειρήσεις της αστυνομίας – σε σπίτια όπου υπάρχει ενδοοικογενειακή βία, σε έρευνες ανθρωποκτονιών και διαρρήξεων και ποδοσφαιρικούς αγώνες.
Οι εθνοτικές γενικεύσεις
«Ήρθαμε επομένως σε επαφή με πολύ διαφορετικές προκλήσεις, όπως και εντελώς διαφορετικές συνθήκες εργασίας», ανέφερε προσφάτως η Γιάκομπσεν. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι «η αστυνομία». «Πρέπει να εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα περί τίνος πρόκειται. […] Σε ποιες υπηρεσίες προωθούνται οι διακρίσεις ή πού εμφανίζονται περισσότερο; Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει και χωρίς την πρόθεση των αστυνομικών», τονίζει η Γιάκομπσεν.
Η ειδικός αναφέρει πάντως πως «παρακολουθήσαμε και πόσο γενικώς και αορίστως έψαχνε η αστυνομία για Αλβανούς που εμπορεύονται κοκαΐνη». Όσον αφορά δε το κατά πόσο μία εθνοτική ομάδα είναι λιγότερο ή περισσότερο επικίνδυνη για την υγεία και τη ζωή των αστυνομικών που επιχειρούν στην εκάστοτε περίπτωση, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε πως συχνά δεν παίζει ρόλο για την αστυνομία το πώς είναι η κατάσταση στον τόπο της επιχείρησης. Αντιθέτως, πολλοί αστυνομικοί αξιολογούν τον κίνδυνο της κατάστασης βάσει της εθνικότητας των υπόπτων, όπως λέει η Γιάκομπσεν. Οι Ρώσοι θεωρούνται για παράδειγμα γενικώς ως ιδιαιτέρως βίαιοι, ενώ οι λεγόμενοι «Νότιοι» θεωρούνται πολύ παρορμητικοί και απρόβλεπτοι.
Διακρίσεις μέσω της γλώσσας
Σε μία επιχείρηση σε μία κοινωνικά υποβαθμισμένη περιοχή ειπώθηκε από τους αστυνομικούς πως η γειτονιά είναι γνωστό πως έχει «ιδιαίτερο» κόσμο, ενώ ακούστηκαν και υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί, όπως «τσιγγάνοι». «Τότε κατέστη σαφές πως η εκτίμηση του κινδύνου επιδεινωνόταν βάσει της εθνοτικής και φυλετικής κατηγοριοποίησης», εξηγεί η Γιάκομπσεν.
Το σημαντικό για την ειδικό ήταν η μεθοδολογική προσέγγιση της έρευνας: να μην εστιάσει η μελέτη στις προσωπικές απόψεις και αξίες των αστυνομικών. Γι' αυτό και αναφέρεται στην έρευνα πως αυτή «δεν αφορούσε μεμονωμένους υπαλλήλους της αστυνομίας που μπορεί να συμπεριφέρονται ανάρμοστα ή ρατσιστικά ή υποπίπτουν σε σχετικά παραπτώματα λόγω άγχους ή φόβου – αλλά αφορούσε το κατά πόσο ορισμένες διαδικασίες και συνήθειες στην καθημερινότητα της αστυνομίας είναι δομημένες έτσι, ώστε να αυξάνεται ο κίνδυνος διακρίσεων σε βάρος συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων».
Ο ρόλος της εξωτερικής εμφάνισης
Ακόμα, η επιλογή των ατόμων προς παρακολούθηση γίνεται αρχικά βάσει της εξωτερικής τους εμφάνισης. Οι αστυνομικοί εστιάζουν πρωτίστως σε όσους μοιάζουν εμφανισιακά με το στερεότυπο που έχουν στο μυαλό τους για τους δράστες ορισμένων εγκλημάτων. Τα υπόλοιπα άτομα που έχουν διαφορετική εξωτερική εμφάνιση δεν λαμβάνονται εξαρχής υπόψιν.
Σύμφωνα με την έρευνα, ένας αστυνομικός μάλιστα είχε δηλώσει πως «αναγνωρίζουμε τους dealers από την εξωτερική τους εμφάνιση. Αυτό βασίζεται στην εμπειρία μας. Ένας Αλβανός και ένας Ανατολικοευρωπαίος φαίνονται όπως φαίνονται». Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ακριβώς πως οι άνθρωποι βρίσκονται συστηματικά στο στόχαστρο της αστυνομικής παρακολούθησης επειδή «φαίνονται όπως φαίνονται» - και όχι επειδή έχουν κάνει κάτι ύποπτο.
«Όσοι υφίστανται διακρίσεις ριζοσπαστικοποιούνται πιο εύκολα»
Το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο λαμβάνεται υπόψιν μόνο ένα μέρος της συνολικής εικόνας είναι προφανώς γνωστό στους κύκλους της αστυνομίας, όπως αναφέρεται και στη μελέτη: «Οι ερευνητές των υπηρεσιών για τα ναρκωτικά διαπιστώνουν και οι ίδιοι πως με τη χρήση ειδικά εκπαιδευμένων σκύλων βρέθηκαν ποσότητες ναρκωτικών σε άτομα, τα οποία η αστυνομία δεν θα ήλεγχε ποτέ, επειδή δεν ταίριαζαν με το προφίλ του δράστη».
Τα πορίσματα της νέας αυτής έρευνας θα μπορούσαν να έχουν συνέπειες, όπως λέει η Άστριντ Γιάκομπσεν: η αστυνομία και το Υπουργείο Εσωτερικών της Κάτω Σαξονίας έδειξαν πως προτίθενται να δουλέψουν από κοινού και με την ομάδα της Γιάκομπσεν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων διακρίσεων. Τέλος, τα πορίσματα για την Κάτω Σαξονία αφορούν και τα υπόλοιπα κρατίδια. Και το σημαντικότερο: «Οι άνθρωποι που υφίστανται διακρίσεις ριζοσπαστικοποιούνται πιο εύκολα», όπως επισημαίνει η ειδικός.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς