Πώς αντιμετωπίστηκε το ολοκαύτωμα στην Ελλάδα;
24 Σεπτεμβρίου 2008Στο επίκεντρο της εκδήλωσης, που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων του Βερολίνου και το ίδρυμα «Τοπογραφία της Τρομοκρατίας» ήταν το θέμα της αντιμετώπισης του ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, ιδιαιτέρως στην ελληνική ιστοριογραφία. Η ιστορία που γράφεται μετά από έναν πόλεμο εκφράζει συνήθως τις απόψεις των νικητών, οι οποίοι σαφώς πέραν της επίσημης εκδοχής έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν και τη λήθη. Αυτό είχε συμβεί και στην μεταπολεμική Ελλάδα με τα κυρίως αυταρχικά της καθεστώτα. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε ουσιαστικά ως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ολόκληρη η ελληνική ιστορία του εικοστού αιώνα άρχισε να γράφεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80, υποστήριξε η ιστορικός Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου στη διάλεξη της.
Πώς έγινε η Θεσσαλονίκη πιο ελληνική;
Αυτό αφορά και την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων, την εξόντωση τους στο ολοκαύτωμα και την κατάσχεση της εβραϊκής περιουσίας από το μετακατοχικό καθεστώς στην Ελλάδα. Άλλωστε ο σχεδόν αφανισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν αντιμετωπίστηκε ως απώλεια. «Η Θεσσαλονίκη είχε γίνει πιο ελληνική», λέει η κ. Ετμεκτσόγλου, «αυτό ήθελαν όλοι: οι Μικρασιάτες που είχαν εγκατασταθεί εκεί, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση. Γενικά δεν υπήρχε τόσο περίσσευμα συμπάθειας, συναισθήματος και συμπόνιας. Όταν και o άλλος είχε υποφέρει στην κατοχή, όταν οι οικογένειες είχαν χάσει πολύ κόσμο, όταν κάποιοι ήταν στην Μακρόνησο και άλλοι στην εξορία.»
Αλλά και από την πλευρά των επιζώντων του ολοκαυτώματος η διάθεση για διαφώτιση είναι αρκετά περιορισμένη. Πχ. για τις κατασχέσεις εβραϊκών περιουσιών από το ελληνικό κράτος μετά την κατοχή. «Η Εβραϊκή Κοινότητα είναι λίγο φοβισμένη», επισημαίνει η κ. Ετμεκτσόγλου. «Υπάρχει όλο το υλικό της Υπηρεσίας Διαχειρίσεων Εβραϊκών Περιουσιών. Αλλά δεν έχουν αποφασίσει τι θα κάνουν με το θέμα αυτό, δεν το δίνουν εύκολα στους ερευνητές.»
«Πού ήσουν εσύ;»
Μία ευνόητη στάση για τον καθηγητή Ανδρέα Ναχάμα, Διευθυντή του ιδρύματος «Τοπογραφία της Τρομοκρατίας», ενός θεσμού στο Βερολίνο που έχει ως αντικείμενο την τεκμηρίωση και την έρευνα όσον αφορά τα κέντρα λήψης αποφάσεων για την εξόντωση των αντιπάλων του ναζιστικού καθεστώτος. Ο κ. Ναχάμα έχει γνώση της στάσης των επιζώντων του ολοκαυτώματος, καθώς ο πατέρας του Εστρόνγκο ήταν Έλληνας Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη που επέζησε των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μετά την απελευθέρωσή του, είχε μείνει στο Βερολίνο όπου για δεκαετίες ήταν αρχικάντορας, δηλαδή πρωτοψάλτης, της εβραϊκής κοινότητας. Στην οικογένεια τους ο Εστρόνγκο Ναχάμα σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε για το Άουσβιτς και το Ζαξενχάουζεν, αλλά όχι μόνον εκεί. «Όταν ο πατέρας μου συναντούσε κάποιον που και αυτός είχε περάσει από στρατόπεδο συγκέντρωσης», λέει ο κ. Ναχάμα, «ή έναν συνομήλικο του Εβραίο, τότε συνήθως ρωτούσε ο ένας τον άλλο ΄που ήσουν εσύ;΄. Έλεγε ο καθένας το όνομα του στρατοπέδου και εκεί έκλεινε το θέμα. Και οι δύο ήξεραν. Δεν έπρεπε να ειπωθεί τίποτα άλλο.»
Το γήπεδο στο νεκροταφείο
Αυτή η στάση τηρούνταν και όσον αφορά τη σχέση μεταξύ θυμάτων και θυτών. «Η ζωή έπρεπε κάπως να συνεχιστεί», λέει ο κ. Ναχάμα. «Η ρόδα δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω ούτε γι αυτούς που είχαν ιδιοποιηθεί περιουσίες ούτε για τους επιζώντες. Και σε αυτό το πεδίο έντασης συνυπήρχαν και οι δύο για δεκαετίες. Η ενασχόληση με την ιστορία αυτών των δύο ομάδων ήταν υπόθεση της επόμενης γενιάς, που αισθάνθηκε την ανάγκη να καταγράψει τα γεγονότα, να τα αναλύσει και να εξετάσει ακόμα και κατά πόσο θα μπορούσε να αλλάξει σε ορισμένες περιπτώσεις το καθεστώς ιδιοκτησίας.» Ο πατέρας του Ανδρέα Ναχάμα έκανε μια ριζοσπαστική επιλογή. Μετά τον πόλεμο είχε επιστρέψει για λίγο διάστημα στη Θεσσαλονίκη. Ούτε συγγενείς συνάντησε εκεί, ούτε φίλους. Είχαν όλοι εξοντωθεί. Το τμήμα του νεκροταφείοu που κείτονταν η μητέρα του είχε μετατραπεί σε ποδοσφαιρικό γήπεδο, ενώ η συναγωγή που επισκέπτονταν με τον πατέρα του δεν υπήρχε πλέον. «Δεν ήθελε να βλέπει αυτή τη Θεσσαλονίκη της καταστροφής», καταλήγει ο κ. Ναχάμα. «Μας έλεγε: ήθελα να διατηρήσω τη Θεσσαλονίκη των εφηβικών μου χρόνων όπως υπήρχε στη μνήμη μου. Δεν άντεχα τη νέα πραγματικότητα, δεν ήθελα να τη βλέπω.»